- στερεότυπα, κοινωνικά
- Είναι το προϊόν της απόδοσης ενός χαρακτηριστικού στα αντικείμενα (π.χ. ομάδες ατόμων), που προέρχεται από μια επιπόλαιη ή πολύ κατά προσέγγιση και αυθαίρετη γενίκευση, και επομένως αποκλείει κάθε λογική επεξεργασία ή πειραματική επαλήθευση. Μπορεί, π.χ., να αποτελεί στερεότυπο ο ισχυρισμός ότι οι σημερινοί σπουδαστές είναι περισσότερο απροετοίμαστοι από τους σπουδαστές του παλιού καιρού ή ο ισχυρισμός, με βάση μια προσωπική εμπειρία από μεμονωμένες περιπτώσεις, ότι οι κάτοικοι της X πόλης, είναι αφιλόξενοι. Αν και αναγνωρίζεται στα σ. κάποια χρησιμότητα στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, γιατί μερικές φορές είναι ανάγκη να εκφράζουμε από πριν κρίσεις και να διατυπώνουμε υποθέσεις ακόμα κι αν δεν υπάρχουν επαρκή αντικειμενικά δεδομένα και αν και δικαιολογείται η χρήση τους στην καθημερινή ομιλία για λόγους φραστικής οικονομίας, πρέπει να επισημανθεί η τάση να μεταβάλλονται τα στερεότυπα από αόριστες ενδείξεις σε αυστηρές και ανέκκλητες τυπικές περιγραφές. Όταν τα σ. ανταποκρίνονται σε μια πεποίθησή μας, που δεν έχει ανάγκη απόδειξης, όταν σε τελευταία ανάλυση τους αποδίδουμε ισχύ αξιώματος, αντί να είναι το καταστάλαγμα μιας επαγωγικής διαδικασίας, γίνονται αφετηρία επαγωγικής διαδικασίας με την οποία αιτιολογείται η θέση που παίρνουμε απέναντι σε μια ορισμένη κρίση. Με την έννοια αυτή τα σ. τείνουν να ταυτιστούν με τις κοινωνικές προκαταλήψεις, που αντιστοιχούν σε μια οριστική εκλογή, σε μια απολυταρχική πεποίθηση διαποτισμένη από βαθιά συναισθηματική μέθεξη, που δεν μπορεί να ανατραπεί από τις αντίθετες αποδείξεις της πείρας.
Dictionary of Greek. 2013.